- εύθετος
- -η, -ο (ΑΜ εὔθετος, -ον)1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)μσν.-αρχ.1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)2. προσαρμοσμένος καλά, έτοιμος να χρησιμοποιηθείαρχ.1. εύκολος, βολικός ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί κάπου2. άξιος, ικανός για κάτι («ἐργάτας εὐθέτους»)3. ευπρόσδεκτος «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῡ θεοῡ», ΚΔ4. φρ. «εὔθετόν ἐστι» — είναι βολικό, επίκαιρο να...επίρρ...εὐθέτως (ΑΜ)1. σε καλή κατάσταση2. κατάλληλα, ευάρμοστα («πρός γαληνότατον όρμον ευθέτως κατήντησας»)3. με ευχέρεια, γρήγορα («εὐθέτως τε τοῡτο ποιοῡμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θετός (< τίθημι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θε- και θ. θη- (πρβλ. αόρ. ε-θέ-μην)].
Dictionary of Greek. 2013.